- λευκοπλάστης
- ο(φαρμ.), ταινία από ύφασμα αλειμμένη στη μία επιφάνεια με συγκολλητική ουσία για να συγκρατεί τους επιδέσμους πάνω στο δέρμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λευκοπλάστης — ο και λευκοπλάστ, το εμπορική ονομασία κολλητικής ταινίας, με βάση το οξείδιο τού ψευδαργύρου και καουτσούκ, η οποία χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση επιδεσμικού υλικού πάνω στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucoplast < leuc(o)… … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
τσιρότο — και τσιρώτο και τσηρώτο και τσερότο, το, Ν 1. είδος λεπτού εμπλάστρου με επίστρωμα κεριού 2. λευκοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerotto < κηρωτόν < κηρός] … Dictionary of Greek
Καρούζος, Νίκος — (Ναύπλιο 1926 – Αθήνα 1990). Ποιητής. Ξεκίνησε σπουδές νομικών και πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα το 1949, δημοσιεύοντας ένα ποίημά του στο περιοδικό … Dictionary of Greek